βορειοανατολικός
[vorioanatoliˈkos], βορειοανατολική, βορειοανατολικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nordöstlichβορειοανατολικόςβορειοανατολικός
examples
- βορειοανατολικός άνεμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mNordostwindαρσενικό | Maskulinum, männlich m