βιομηχανικός
[viomixaniˈkos], βιομηχανική, βιομηχανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- industriell, Industrie-βιομηχανικόςβιομηχανικός
examples
- βιομηχανικά απόβληταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplIndustrieabfälleπληθυντικός | Plural pl
- βιομηχανικές εγκαταστάσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplFabrikanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βιομηχανικές εγκαταστάσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplIndustrieanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples