βελτιώσιμος
[veltiˈosimos], βελτιώσιμη, βελτιώσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verbesserungsfähig, steigerungsfähigβελτιώσιμοςβελτιώσιμος
Thank you for your feedback!