„verbesserungsfähig“: Adjektiv verbesserungsfähigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βελτιώσιμος, δεκτικός βελτίωσης βελτιώσιμος, δεκτικός βελτίωσης verbesserungsfähig verbesserungsfähig