βαρύς
[vaˈris], βαριά, βαρύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schwerβαρύς που σηκώνεται δύσκολαβαρύς που σηκώνεται δύσκολα
- schwerfällig, plumpβαρύς δυσκίνητοςβαρύς δυσκίνητος
- schwerβαρύς κτύπημα, ασθένειαβαρύς κτύπημα, ασθένεια
- βαρύς ποινή, εργασία
- unangenehmβαρύς μυρωδιάβαρύς μυρωδιά
- starkβαρύς καφές, τσιγάροβαρύς καφές, τσιγάρο
- tiefβαρύς ύπνος, φωνήβαρύς ύπνος, φωνή
- βαρύς χειμώνας, κλίμα
- schwer verdaulichβαρύς φαγητόβαρύς φαγητό
- schwerwiegendβαρύς λάθοςβαρύς λάθος
examples
- βαριά βιομηχανίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSchwerindustrieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- schwere Körperverletzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βαρύ μέταλλοουδέτερο | Neutrum, sächlich nSchwermetallουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples