„βέτο“: ουδέτερο βέτο [ˈveto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Veto Vetoουδέτερο | Neutrum, sächlich n βέτο βέτο examples προβάλλω βέτο Veto einlegen προβάλλω βέτο