„ασχολούμαι“: αποθετικό ρήμα ασχολούμαι [asxoˈlume]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich beschäftigen, sich betätigen sich beschäftigen (με mit) ασχολούμαι καταγίνομαι ασχολούμαι καταγίνομαι sich betätigen ασχολούμαι συστηματικά ασχολούμαι συστηματικά examples με τι ασχολείστε; was machen Sie beruflich? με τι ασχολείστε; με τι ασχολείσαι; wobei bist du gerade? με τι ασχολείσαι;