ασφαλίζω
[asfaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- versichernασφαλίζω συνάπτω ασφάλισηασφαλίζω συνάπτω ασφάλιση
- sichernασφαλίζω όπλοασφαλίζω όπλο
Thank you for your feedback!