„ασθμαίνω“: αμετάβατο ρήμα ασθμαίνω [asθˈmeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) keuchen, schnaufen keuchen, schnaufen ασθμαίνω ασθμαίνω