„keuchen“: intransitives Verb keuchenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λαχανιάζω, αγκομαχώ, ασθμαίνω λαχανιάζω, αγκομαχώ, ασθμαίνω keuchen keuchen
„Keuchen“: Neutrum, sächlich KeuchenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λαχάνιασμα, αγκομαχητό λαχάνιασμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Keuchen αγκομαχητόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Keuchen Keuchen