„αρμενίζω“: αμετάβατο ρήμα αρμενίζω [armeˈnizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) segeln segeln αρμενίζω πλοίο αρμενίζω πλοίο