αποστολή
[apostoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Absendungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστολή ταχυδρόμησηVersendungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστολή ταχυδρόμησηαποστολή ταχυδρόμηση
- Missionθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστολή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαποστολή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστολή σκοπός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαποστολή σκοπός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Expeditionθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστολή εξερευνητικήαποστολή εξερευνητική
- Delegationθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστολή αντιπροσωπίααποστολή αντιπροσωπία
examples
- αποστολή SMSSMS-Versandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αποστολή αυτοκτονίας στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατHimmelfahrtskommandoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αποστολή εμπορευμάτωνWarensendungθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples