„απονέμομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα απονέμομαι [apoˈnemome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) jemandem zuteilwerden examples απονέμομαι σε κάποιον jemandem zuteilwerden απονέμομαι σε κάποιον