zuteilwerden
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- jemandem zuteilwerden Ehreet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcαπονέμομαι σε κάποιον