Greek-German translation for "αποκοπή"
"αποκοπή" German translation
εργασία κατ’ αποκοπή
Akkordarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
εργασία κατ’ αποκοπή
πληρωμή κατ’ αποκοπή
Akkordlohnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πληρωμή κατ’ αποκοπή