„απασχολημένος“ απασχολημένος [apasxoliˈmenos], απασχολημένη, απασχολημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beschäftigt beschäftigt απασχολημένος απασχολημένος