απαλλαγή
[apalaˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Entbindungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαλλαγή από καθήκονBefreiungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαλλαγή από καθήκοναπαλλαγή από καθήκον
- Erlassαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπαλλαγή από χρέηαπαλλαγή από χρέη
- Entlastungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπαλλαγή νομικός όρος | Rechtswesenνομαπαλλαγή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
examples
- απαλλαγή από τα καθήκονταAmtsenthebungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απαλλαγή φόρουSteuerfreiheitθηλυκό | Femininum, weiblich f