„Amtsenthebung“: Femininum, weiblich AmtsenthebungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) απαλλαγή από τα καθήκοντα απαλλαγήFemininum, weiblich | θηλυκό f από τα καθήκοντα Amtsenthebung Amtsenthebung