απάνθρωπος
[aˈpanθropos], απάνθρωπη, απάνθρωποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unmenschlich, menschenunwürdig, grausamαπάνθρωποςαπάνθρωπος
Thank you for your feedback!