αντανακλαστικό
[andanaklastiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Reflexουδέτερο | Neutrum, sächlich nαντανακλαστικόαντανακλαστικό
examples
- αντανακλαστικό σύλληψηςGreifreflexαρσενικό | Maskulinum, männlich m