„Greifreflex“: Maskulinum, männlich GreifreflexMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αντανακλαστικό σύλληψης αντανακλαστικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n σύλληψης Greifreflex Greifreflex