„αντί“: πρόθεση αντί [anˈdi]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp <+γενική | +Genitiv+gen> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anstelle, statt (an)statt (γιαγενική | Genitiv gen) αντί αντί anstelle (+γενική | +Genitiv+gen von) αντί αντί examples αντί αυτού stattdessen αντί αυτού αντί για μένα statt meiner αντί για μένα αντί να δώσει εξηγήσεις, αυτός… anstatt eine Erklärung zu geben, hat er … αντί να δώσει εξηγήσεις, αυτός…