„ανεκτίμητος“ ανεκτίμητος [anekˈtimitos], ανεκτίμητη, ανεκτίμητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unschätzbar unschätzbar ανεκτίμητος ανεκτίμητος