„αναζωπυρώνω“: μεταβατικό ρήμα αναζωπυρώνω [anazopiˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) neuen Auftrieb geben neuen Auftrieb geben αναζωπυρώνω αναζωπυρώνω