ανίχνευση
[aˈnixnefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufklärungθηλυκό | Femininum, weiblich fανίχνευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατανίχνευση στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ