αμνηστεία
[amnisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Begnadigungθηλυκό | Femininum, weiblich fαμνηστείαAmnestieθηλυκό | Femininum, weiblich fαμνηστείααμνηστεία