„Gnadenerlass“: Maskulinum, männlich GnadenerlassMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γενική αμνηστεία γενική αμνηστείαFemininum, weiblich | θηλυκό f Gnadenerlass Rechtswesen | νομικός όροςJUR Gnadenerlass Rechtswesen | νομικός όροςJUR