αληθεύω
[aliˈθevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ευοα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- sich verwirklichenαληθεύω πραγματοποιούμαιαληθεύω πραγματοποιούμαι
- sich bewahrheitenαληθεύω αποδεικνύομαιαληθεύω αποδεικνύομαι
αληθεύω
[aliˈθevo]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers <-ευοα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)