ακατάπαυστος
[akaˈtapafstos], ακατάπαυστη, ακατάπαυστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- pausenlos, ununterbrochen, Dauer-ακατάπαυστοςακατάπαυστος
Thank you for your feedback!