αδιαφανής
[aðjafaˈnis], αδιαφανής, αδιαφανέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- undurchsichtigαδιαφανήςαδιαφανής
Thank you for your feedback!