„Deckfarbe“: Femininum, weiblich DeckfarbeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αδιαφανές χρώμα αδιαφανές χρώμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Deckfarbe Deckfarbe