„αδιάκοπος“ αδιάκοπος [aˈðjakopos], αδιάκοπη, αδιάκοποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unaufhörlich, pausenlos, Dauer- unaufhörlich, pausenlos, Dauer- αδιάκοπος αδιάκοπος