αγροίκος
[aˈɣrikos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unholdαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγροίκοςFlegelαρσενικό | Maskulinum, männlich mαγροίκοςαγροίκος