„αγκάθι“: ουδέτερο αγκάθι [aŋˈgaθi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stachel, Dorn Stachelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αγκάθι κάκτου, σκαντζόχοιρου αγκάθι κάκτου, σκαντζόχοιρου Dornαρσενικό | Maskulinum, männlich m αγκάθι τριαντάφυλλου αγκάθι τριαντάφυλλου