Dorn
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αγκάθιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nDorn Botanik | βοτανικήBOTDorn Botanik | βοτανικήBOT
examples
- der neue Gesetzesentwurf war der Opposition ein Dorn im Auge in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigτο νέο προσχέδιο νόμου εκνεύρισε την αντιπολίτευση