„αγιοποιώ“: μεταβατικό ρήμα αγιοποιώ [ajiopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) heiligsprechen heiligsprechen αγιοποιώ αγιοποιώ