„heiligsprechen“: transitives Verb heiligsprechentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αγιοποιώ, κατατάσσω στους αγίους αγιοποιώ, κατατάσσω στους αγίους heiligsprechen heiligsprechen examples jemanden heiligsprechen sprechen Religion | θρησκείαREL ανακηρύσσω άγιο jemanden heiligsprechen sprechen Religion | θρησκείαREL