„αγαθός“ αγαθός [aɣaˈθos], αγαθή, αγαθόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gutmütig, gutherzig, naiv gutmütig, gutherzig αγαθός αγαθός naiv αγαθός αφελής αγαθός αφελής