„έσοδο“: ουδέτερο έσοδο [ˈesoðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einnahmen, Einkommen Einnahmenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl έσοδο συχνάπληθυντικός | Plural pl Einkommenουδέτερο | Neutrum, sächlich n έσοδο συχνάπληθυντικός | Plural pl έσοδο συχνάπληθυντικός | Plural pl