Einnahmen
Femininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αποδοχέςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplEinnahmen EinkünfteέσοδαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplEinnahmen EinkünfteEinnahmen Einkünfte
- εισπράξειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplEinnahmen Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHEinnahmen Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH