έπιπλο
[ˈepiplo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- έπιπλο αλλαγής μωρούWickelkommodeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έπιπλο τοίχουSchrankwandθηλυκό | Femininum, weiblich f