„έξωση“: θηλυκό έξωση [ˈeksosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zwangsräumung Zwangsräumungθηλυκό | Femininum, weiblich f έξωση από σπίτι έξωση από σπίτι