„Zwangsräumung“: Femininum, weiblich ZwangsräumungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υποχρεωτική εκκένωση υποχρεωτική εκκένωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Zwangsräumung Zwangsräumung