„έξυπνος“ έξυπνος [ˈeksipnos], έξυπνη, έξυπνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) klug, gescheit, intelligent, clever klug, gescheit, intelligent, clever έξυπνος έξυπνος examples κάνω τον έξυπνο sich sehr schlau vorkommen κάνω τον έξυπνο έξυπνη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f Chipkarteθηλυκό | Femininum, weiblich f έξυπνη κάρταθηλυκό | Femininum, weiblich f