έλαιο
[ˈeleo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ölουδέτερο | Neutrum, sächlich nέλαιοέλαιο
examples
- έλαιο ευκάλυπτουEukalyptusölουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- έλαιο κάρδαμουKümmelölουδέτερο | Neutrum, sächlich n