„Eukalyptusöl“: Neutrum, sächlich EukalyptusölNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έλαιο ευκάλυπτου έλαιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ευκάλυπτου Eukalyptusöl Eukalyptusöl