έκθεση
[ˈekθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Berichtαρσενικό | Maskulinum, männlich mέκθεση αναφοράέκθεση αναφορά
- (Kunst-)Ausstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fέκθεση τέχνηςέκθεση τέχνης
- Messeθηλυκό | Femininum, weiblich fέκθεση εμπόριο | Handelεμπέκθεση εμπόριο | Handelεμπ
- (Schul-)Aufsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mέκθεση σχολικήέκθεση σχολική
- Expositionθηλυκό | Femininum, weiblich fέκθεση ιατρική | Medizinιατρέκθεση ιατρική | Medizinιατρ
- Aussetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fέκθεση βρέφουςέκθεση βρέφους
examples
- έκθεση αυτοκινήτωνAutomobilausstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έκθεση βιντεοπαιχνιδιώνGameshowθηλυκό | Femininum, weiblich f
- έκθεση έρευναςForschungsberichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples