άθλιος
[ˈaθlios], άθλια, άθλιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- elend, miserabel, erbärmlichάθλιοςάθλιος
- niederträchtigάθλιος ταπεινόςάθλιος ταπεινός
Thank you for your feedback!