„Zwickmühle“: Femininum, weiblich ZwickmühleFemininum, weiblich | θηλυκό f in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) βρίσκομαι σε δίλημμα examples in einer Zwickmühle sein βρίσκομαι σε δίλημμα in einer Zwickmühle sein