„Zwangsheirat“: Femininum, weiblich ZwangsheiratFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καταναγκαστικός γάμος καταναγκαστικός γάμοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Zwangsheirat Zwangsheirat